Κωνσταντινίδης, Δ.
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
Την ταινία «Τιτανικός»
έχουν δει ήδη εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο. Τα σχόλια που τη συνοδεύουν
έχουν συνήθως ποσοτικό χαρακτήρα και εκφράζονται σε υπερθετικό βαθμό. Πόσο στοίχισε η ταινία, η κολοσσιαία
διαφημιστική της προβολή, ότι σάρωσε τα Όσκαρ, τα τεχνολογικά θαύματα που
χρειάστηκαν για να πραγματοποιηθεί. Ενώ λοιπόν δεν παύει να είναι μια
εντυπωσιακή κινηματογραφική ταινία, ο «Τιτανικός» αποτελεί μέτρο και κριτήριο μιας ολόκληρης εποχής.
Η ταινία κινείται σε δύο
άξονες. Ο πρώτος η προσπάθεια, η ενσυνείδητη, να κολακευθεί το κοινό εκεί όπου
τα πιο ευάλωτά του αισθήματα[i]: Οι φτωχοί και οι
πλούσιοι, ο έρωτας που υπερβαίνει τον κίνδυνο, οι σκηνές της αγωνίας αλλά και
του φθηνού μελοδράματος.
Ο δεύτερος άξονας, αυτός άλλωστε που δίνει στην ταινία
τον «αμερικανικό» της χαρακτήρα, είναι το στοιχείο του εντυπωσιασμού. Κυριαρχεί
το μέγεθος, η ακραία επίδειξη τεχνολογίας και πλούτου[ii]. Η προσπάθεια να
προκληθεί αίσθηση στην επιφάνεια -όχι αναγκαστικά στο βάθος- παίρνει καμιά φορά
γραφικό χαρακτήρα.
[…] Το παρόν όμως κείμενο
δεν επιθυμεί να κάνει κριτική της ταινίας. Τον υπογράφοντα απασχολεί μια
διάσταση του φαινομένου για την οποία ελάχιστος λόγος έγινε. Είναι ο
αυξανόμενος ρόλος που παίζει ο «Τιτανικός», οι «τιτανικοί» στη ζωή μας. Εκείνο
το διαρκώς διογκούμενο ρεύμα που επιβάλλει τα μεγέθη και το εντυπωσιακό στη
θέση μιας άλλης ματιάς για τον κόσμο.
Εννοείται ότι η τάση αυτή
της εποχής, που ξεκίνησε από την Αμερική και ως επιδημία ύπουλη εξαπλώνεται σε
κάθε σημείο του πλανήτη, έχει συνήθως μια προφανή γενεσιουργό αιτία: το κέρδος.
Σε αυτό μάλιστα έγκειται η διαφορά
από παλαιότερους πολιτισμούς, που έδωσαν έργα τέχνης με επιβλητική και ογκώδη
παρουσία. Εκείνα είχαν τη ρίζα τους στις
θρησκευτικές ή στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις των ανθρώπων.
Σήμερα είναι φανερή η
κυριαρχία των οικονομικών κριτηρίων.
[…] Η κυριαρχία του
μεγέθους και του εύκολου εντυπωσιασμού, που ευκολύνεται άλλωστε από τη σημερινή
τεχνολογία, δεν παρατηρείται φυσικά μόνο στον κινηματογράφο. Επεκτείνεται σε
κάθε μορφή τέχνης, αλλά και στην καθημερινή ζωή. Ένα μεγάλο μέρος συναυλιών της
σύγχρονης μουσικής υποτάσσει τον ήχο σε φαντασμαγορικά θεάματα, σε ακτίνες
λέιζερ και κύμβαλα που αλαλάζουν. Η τάση της εποχής είναι να υπερβαίνει το
μέτρο του ανθρώπου, να βιάζει την εσωτερική του ισορροπία. Αυτό φυσικά δεν
αποκλείει κάποια αριστουργήματα αισθητικής, όπως σε μερικούς από τους ουρανοξύστες
της Νέας Υόρκης.
Το «μέγεθος», η ποσοτική
λογική, είναι φανερό άλλωστε ότι αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή στη σύγχρονη
οικονομική πολιτική· που, υπό την πίεση μιας θολής ανάγκης ανταγωνισμού, επιβάλλει συγχωνεύσεις και συνενώσεις,
επιβάλλει το μέγεθος εκεί που κάποτε υπήρχε μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα.
Βιομηχανίες αυτοκινήτων, αεροπορικές εταιρείες, τράπεζες, ακόμα όμως και
πολιτιστικές δραστηριότητες μετασχηματίζονται σε μεγαθήρια όπου η επιδίωξη του
κέρδους αποτελεί το μόνο συνθετικό ιστό.
[…] Με τη συνηθισμένη
χρονική υστέρηση απέναντι στα ρεύματα που έρχονται από αλλού, η ιδεολογία του
«Τιτανικού» έχει εισβάλει στη χώρα μας. Τα πράγματα γίνονται οδυνηρότερα, αφού
την άλλη ματιά, που απέβλεπε στο μέτρο και σε μια βαθύτερη αισθητική, η Ελλάδα
λέγεται ότι δίδαξε στον κόσμο. Όχι μόνον η αρχαία Ελλάδα, όπως δυστυχώς γίνεται
σχεδόν αυτόματα ο συνειρμός, αλλά και η νεότερη. Η αρχιτεκτονική των νησιών, η
μουσική -η έντεχνη και η λαϊκή-, ο τρόπος που διασκέδαζαν οι Έλληνες είχαν
πάντα ένα στοιχείο αποδοχής των ανθρώπινων μεγεθών, έναν τόνο ηπιότητας και
σεβασμού του μέτρου.
[…] Η ιδεολογία του
«Τιτανικού» είναι παρούσα και εξαπλώνεται ραγδαία
σε κάθε τομέα της καθημερινής ζωής. Το μεγάλο, το εντυπωσιακό, αντικαθιστά
το σεμνό και το ανθρώπινο. Σ’ ένα ξενοδοχείο δεν προέχει πια η προσαρμογή του
στο τοπίο, ή η ζεστή φιλοξενία που παρέχει. Είναι ο αριθμός των κλινών που
μετρά, οι πισίνες και τα «νάιτ κλαμπ»· λίγο ενδιαφέρει αν το ύφος και ο όγκος
του διαλύουν το χώρο -και την ιστορία του χώρου- όπου εκτίσθηκε. Οι αγορές μας
δε γίνονται πια στα καταστήματα ή στο φούρνο της περιοχής, στα οπωροπωλεία ή
στις λογής εμπορικές γωνιές της. Θηριώδη συχνά συγκροτήματα, με την ονομασία
σουπερμάρκετ -τι χαρακτηριστικός γλωσσικά όρος!- υπόσχονται δώρα, καλύτερες
τιμές, πλούσιο εύρος προϊόντων. Αυτό που δεν λέγεται ποτέ είναι ότι στη θέση
του πελάτη υπάρχει τώρα ο «καταναλωτής», εκεί που άνθιζε η κουβέντα και το
χαμόγελο υπάρχει τώρα η ψυχρή οργάνωση και το μέγεθος, την ανθρώπινη γνωριμία
αντικαθιστούν οι αριθμοί!
[…] Η αξία του πρωτογενούς «λόγου» εξαφανίζεται
άλλωστε στα σύγχρονα περιοδικά ή στον τηλεοπτικό χώρο: Προέχει το περιτύλιγμα,
οι έγχρωμες σελίδες και τα δώρα, αυτό που θα κάνει τον αναγνώστη -ή τον
τηλεθεατή- να βυθιστεί ανήμπορος στην ανώδυνη λάμψη του κενού και των διαφημίσεων.
Λίγο φαίνεται να μετρά σε όλα αυτά ότι το Άξιον εστί του Μίκη Θεοδωράκη, ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου ή οι Ακυβέρνητες
Πολιτείες του Στρατή
Τσίρκα, ενώ υπάκουσαν στις δύσκολες προδιαγραφές των δημιουργών τους,
αγαπήθηκαν πολύ και αποτελούν πάντα καίριες
ανάσες του ελληνισμού.
Ένα ιδιότυπο πάντως
παράδειγμα «Τιτανικού» στη ζωή μας -που θα ήταν απλώς γραφικό, αν δεν
κατέστρεφε μια παράδοση και μια απαράμιλλη
λαϊκή αισθητική- προέρχεται από την Εκκλησία. Σε πόλεις αλλά και χωριά, ακόμα
και σε μέρη δύσβατα, τα μικρά εκκλησάκια, τα δεμένα με το χώρο και το
πραγματικό «ήθος» της πίστεως αντικαθίστανται με υπερμεγέθεις, άχαρες
εκκλησίες, ασαφούς αρχιτεκτονικής
και ρυθμού.
Ότι η εποχή μας είναι
εποχή του εντυπωσιασμού και της επιφάνειας, η εποχή των «τιτανικών», κάνει την
άλλη ματιά -αυτήν που περικλείει το ουσιώδες και μιλά χαμηλόφωνα- όσο ποτέ
αναγκαία. Δεν λείπει, εδώ και εκεί, στον ελληνικό χώρο. Αν ο αγώνας που
διεξάγει φαίνεται καμιά φορά απελπισμένος και χωρίς προοπτική, κανείς δεν ξέρει
τι κουβαλούν οι καιροί.
[…] Ίσως λοιπόν, από την
εποχή των «τιτανικών», αρχίσει κάποτε η αργή επιστροφή στα ανθρώπινα μέτρα.
Σήμερα, ό,τι θυμίζει αυτά τα μέτρα λειτουργεί ως ένα είδος «κρυφό σχολειό», για
να διασώσει αξίες και κριτήρια.
[…] Είναι το μαγαζί της
γειτονιάς, με τα άπειρα ράφια, όπου ο ιδιοκτήτης μουρμουρίζει τις ιστορίες τις δικές του και της ζωής. Είναι μερικοί
άνθρωποι του θεάτρου ή της μουσικής, που έδωσαν πάλι στο λόγο και στους ήχους
το πρωταρχικό τους βάρος. Είναι η σεμνή, ανθρώπινη αρχιτεκτονική, που ως η
μαργαρίτα στο λιβάδι ξεπροβάλλει καμιά φορά ανάμεσα στο θρασύ τσιμέντο που
καλύπτει τη χώρα. Και απέναντι στις πολυδάπανες τηλεοπτικές πομφόλυγες,
υπάρχουν οι σοβαροί δημιουργοί και σχολιαστές της εικόνας, και ακόμα οι νέοι
άνθρωποι που φτιάχνουν ταινίες κινηματογραφικές με ορατά τα στοιχεία μιας άλλης
ποιότητας.
Στις τέχνες, τις εμπορικές
δραστηριότητες, τις εκδόσεις η αισθητική και το καίριο ανθίστανται ακόμα, με
πάθος και συχνά με απόγνωση, ανθίστανται για τον εαυτό τους και για μας. Είναι
άλλωστε σοβαρές οι παρακαταθήκες: Η
μουσική του Μάνου
Χατζιδάκι, η ποίηση του Ελύτη και
του Σεφέρη, το έργο του Πικιώνη
και του Κωνσταντινίδη, τόσα άλλα δημιουργήματα του τόπου και της ζωής του που
διακρίνονται για την ποιότητα και μια ομορφιά που δεν φωνασκούσε. Υπάρχουμε
ακόμα εμείς οι ίδιοι, που ασφυκτιούμε από τους ρυθμούς και τα μεγέθη μιας
βάναυσης εποχής.
Κανείς λοιπόν δεν
αποκλείει κάποτε οι «τιτανικοί» να βυθιστούν, και να επανέλθουν εκείνα τα
πλεούμενα με τα ωραία ονόματα, που έπαιζαν με τη θάλασσα και τις ψυχές μας.
Γ.
Γραμματικάκης
(από εφημερίδα)
(Στο κείμενο κρατήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του συγγραφέα)
(από εφημερίδα)
(Στο κείμενο κρατήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του συγγραφέα)
Β.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1 Να
γράψετε την περίληψη του κειμένου σε 90-110 λέξεις.
Β1. Να
αναπτύξετε με δικές σας σκέψεις σε 80 - 100
λέξεις την άποψη που αναφέρεται στο απόσπασμα: «Κανείς λοιπόν δεν
αποκλείει κάποτε οι «τιτανικοί» να βυθιστούν, και να επανέλθουν εκείνα τα
πλεούμενα με τα ωραία ονόματα, που έπαιζαν με τη θάλασσα και τις ψυχές μας».
Β2. Να
εντοπίσετε τους τρόπους πειθούς που χρησιμοποιούνται στο κείμενο με ένα
παράδειγμα για τον κάθε διαφορετικό τρόπο .
Β3. Να
βρείτε συνώνυμες λέξεις για τις έντονα υπογραμμισμένες του κειμένου. Μονάδες 15
Γ. Σε ένα
άρθρο 500-600 λέξεων να διατυπώσετε τις απόψεις σας για την έλλειψη μέτρου στην
κοινωνία μας και τους τρόπους με τους οποίους το σχολείο μπορεί να συμβάλει στη
διαμόρφωση πολίτη με κριτήριο το μέτρο και την απλότητα.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Διαβάζουμε τα παρακάτω κείμενα
και γράφουμε περίληψη εύρους λέξεων 90 – 110 για το καθένα.
1Ο ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιώργου Σεφέρη
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗ
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια
αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως
η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή
της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα
μου, και να -εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να
μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα – πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη
Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το
φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και
το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η
ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που
δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό
αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η
δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος
που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν
ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: "Ἣλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα", λέει ο Ηράκλειτος, "εἰ δέ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν".
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να
ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα
φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της
δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας
και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του
περασμένου αιώνα, γράφει: "...θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε..." *
Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε
μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των
ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η
γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία
θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και
όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο
σύγχρονος κόσμος που ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη
χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα -και τι
θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης- κι ένας
Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το
τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης
επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό
δράμα και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Να, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε
μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά.
Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την
ανάγκη ν' ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή
που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα
ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να 'βρει καταφύγια απαρνημένη, έχει το ένστικτο
να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα
και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειο της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων
της γης. Έχει τη χάρη ν' αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία.
Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα·
που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να
καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της Ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας
Άρειος Πάγος ικανός:
να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,
για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας
λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του
ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της
καρδιάς του.
Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας
χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να
βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή
του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη
χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την
απόκριση του Οιδίποδα.
Γιώργος Σεφέρης
(1963), Δοκιμές 2, σ. 159
2ο ΚΕΙΜΕΝΟ
Aντί
για πολίτες, αδιάφοροι ιδιώτες
Aπό την πολυθρόνα τους θα μπορούν λοιπόν εφεξής
να ψηφίζουν οι Άγγλοι ψηφοφόροι. Tο υπουργείο Eσωτερικών της Bρετανίας
επεξεργάζεται τα πρώτα πιλοτικά προγράμματα ψηφιακής ψηφοφορίας, που θα
συνδέουν μέσω Διαδικτύου τα εκλογικά τμήματα της χώρας με τους προσωπικούς
ηλεκτρονικούς υπολογιστές των εκλογέων–χρηστών. Πιθανότατα, τα πρωτοφανή
ποσοστά αποχής στις ευρωεκλογές να ήσαν αυτά που οδήγησαν τον Mπλερ να αντλήσει
τα οδυνηρά συμπεράσματα. Για να πεισθούν να ψηφίσουν οι οκνηροί και αδιάφοροι
πολίτες, θα πρέπει πλέον να γνωρίζουν πως δε θα ταλαιπωρηθούν, δε θα περιμένουν
στην ουρά, δε θα κρυώσουν, δε θα ιδρώσουν και ότι θα καταναλώσουν ελάχιστη
ενέργεια. Aλλιώς, απλώς θα απόσχουν.
Έτσι όμως, οι σύγχρονοι όροι της δημοκρατικής
λειτουργίας θα χρειασθεί να επαναπροσδιορισθούν. Θα πρέπει ίσως να το πάρουμε
απόφαση πως οι πολίτες θα λειτουργούν ως πολίτες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό
δε θα τους στοιχίζει τίποτε. Πάει η εποχή όπου το εκλογικό δικαίωμα, που με
τόση δυσκολία είχε κατακτηθεί από το λαό, ασκούνταν με ιερό φανατισμό και
παλλαϊκή προσήλωση. Πάει η εποχή όπου οι εκλογές νοούνταν ως πάνδημη
δημοκρατική γιορτή ή ακόμη και ως μικρός τελετουργικός εμφύλιος πόλεμος. Πάει
ακόμη και η εποχή όπου, έστω για άλλους λόγους, η μη συμμετοχή στις εκλογές
μπορούσε να θεωρείται αξιόποινη πράξη. Σήμερα η εκλογική πράξη γίνεται σαν
οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική ενέργεια: πρέπει να εκμαιεύεται μέσα από μια συγκεκριμένη
πολιτική κινήτρων.
Tο ζήτημα δεν είναι βεβαίως νέο. Ήδη, στην
αθηναϊκή δημοκρατία, στην εποχή της παρακμής, η παρουσία των πολιτών
εξασφαλιζόταν μόνο με την παροχή χρηματικών ανταλλαγμάτων σε εκείνους που
συμμετείχαν στα συλλογικά σώματα. Kαι ακριβώς στο πλαίσιο αυτό γεννήθηκε η ιδέα
ότι η συμμετοχή στα κοινά αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση του συνειδητού και
ενεργού πολίτη, σε πλήρη αντιδιαστολή με τον εσωστρεφή και ιδιοτελή «ιδιώτη»
που κοιτά μονάχα τη δουλειά του. O σκεπτόμενος πολίτης, που υπερηφανεύεται πως
του αξιώθηκε μια τέτοια πόλη, προτάσσει τις δημοκρατικές υποχρεώσεις έναντι
όλων των άλλων. H δημοκρατία απαιτεί κόπο και έχει ατομικό κόστος.
Φαίνεται όμως ότι στην απομυθοποιημένη εποχή μας
ο κόπος, ο χρόνος, η βούληση και η ενέργεια αποτελούν είδη εν απολύτω στενότητι
που αποτιμώνται αποκλειστικά σε χρήμα. Στο μέτρο δε που δεν τίθεται ακόμη θέμα
να θεσπισθούν μορφές «εκλογικής αποζημίωσης» στους μετέχοντες πολίτες, είναι
σαφές ότι ο εκλογικός κόπος θα πρέπει να περιορισθεί στο ελάχιστο. Έτσι η
τεχνολογία καλείται απλώς να διευκολύνει τους πλήττοντες, τους διστακτικούς και
τους αδιάφορους στο να υπερβούν την εσωτερικοποιημένη αντίστασή τους σε
οποιαδήποτε μη αναγκαία ανάλωση ενέργειας. Mην ξεχνάμε πως ακόμη και η πιο
ζωντανή και πολύβουη αγορά, τόπος συναλλαγών, παιγνίων και παζαριών, αλλά και
τόπος συνάντησης και ανταλλαγής τυχαίων σχολίων και απόψεων, εμφανίζεται πλέον
ως περιττά κοπιώδης. Aντί να θαυμάζουν το χρώμα και την υφή του φρέσκου
βερίκοκου, να ελέγχουν με το μάτι αν το τυρί είναι «ιδρωμένο» ή να χαϊδεύουν το
λείο δέρμα του καινούριου υποδήματος, οι ράθυμοι καταναλωτές–θεατές έχουν αχθεί
στο να προτιμούν να ψωνίζουν γουρούνι στο σακί, πατώντας τα οικεία πλήκτρα που
αντιστοιχούν σε αμετακίνητες και μη διαπραγματεύσιμες εικόνες και τιμές. Tο νέο
οικουμενικό παιχνίδι είναι με αυτή την έννοια η έσχατη διαμεσολάβηση ανάμεσα
στην ορατή πραγματικότητα και στη φαντασιακή προσομοίωσή της. H ιδιωτικοποίηση
ισοδυναμεί με «ιδιωτικοποίηση». H ψήφος δεν είναι παρά μια ακόμη προαιρετική
ιδιωτική ενέργεια που αφορά τον αμετανόητο κομπιουτερόβιο. Mαζί με την
υλικότητα της αγοράς των αγαθών, πεθαίνει και η υλικότητα της ενέργειας του
συμμετέχειν στα κοινά, δηλαδή στην πόλη.
Tι απομένει όμως από την ιδέα της δημοκρατίας,
όταν η συμμετοχή του πολίτη εξασφαλίζεται μόνο με το τσιγκέλι;
Σε ποια
ενσυνείδητη «κοινή γνώμη» μπορεί να αντιστοιχεί το αποτέλεσμα μιας εκλογικής
διαδικασίας στην οποία οι περισσότεροι δεν επιθυμούν καν να μετάσχουν; Ποια
μπορεί να είναι η έννοια της δημοκρατικής επιλογής, όταν τα κίνητρα του ατόμου
δεν είναι αρκετά ισχυρά, ώστε να υπερκεράσουν τη βαρεμάρα να περπατήσει ως την
ενορία του; Πώς μπορεί να νοηθεί μια πολιτική βούληση που η πυκνότητά της
κινδυνεύει από το πρώτο λιοπύρι ή την πρώτη μπόρα;
Eρωτήματα αδυσώπητα, που όμως αντιστοιχούν με
απόλυτη ακρίβεια στις εξελίξεις. Eξελίξεις που είναι βέβαια φυσικές και ίσως
αναπότρεπτες στο πλαίσιο των υπερώριμων και ημιαποσυντεθειμένων κοινωνιών μας.
Aνεξάρτητα από τα αίτιά της, η αύξουσα αποπολιτικοποίηση που συναντάμε σε όλες
τις ανεπτυγμένες χώρες μετατοπίζει αποφασιστικά τους όρους του πολιτικού
παιγνίου, σε σημείο ώστε να πρέπει ίσως να εγκύψει κανείς και πάλι στο νόημα
της νομιμοποίησης του πολιτικού. Όταν η πολιτική αγορά των ιδεών και των
προταγμάτων θα έχει χάσει εντελώς την αυτονομία της, είναι φυσικό να χάσει και
την όποια εναπομείνασα εμβέλειά της η πραγματική κινητοποίηση των ράθυμων
ιδιωτών. Eκείνο που θα υπολείπεται σε λίγα χρόνια θα είναι ίσως μόνο μια αχνή
προτίμηση του A έναντι του B, μια προτίμηση που θα κατασκευάζεται από διαφημιστές
«εικονοποιούς» (image-makers) και τσαρλατάνους.
Aπομένει βέβαια μια έσχατη λύση που είναι πλέον
και τεχνολογικά δυνατή. Σε μια κοινωνία αδιάφορων ιδιωτών, η εικαζόμενη «κοινή
γνώμη» θα μπορούσε να συναχθεί από την πραγματική γνώμη ενός και μόνο προσώπου
που θα επιλέγεται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές ως «χαρακτηριστικός» μέσος όρος
της όλης κοινωνίας.
Aν επιλεγόταν «επιστημονικά», ένας τέτοιος
τυχαίος «ψηφοφόρος» θα αρκούσε ίσως για να «εκπροσωπήσει αυθεντικά» το εκλογικό
σώμα, αρκεί βέβαια να είναι αποδεδειγμένως αρκετά αδιάφορος, ράθυμος, ιδιοτελής
και επιρρεπής στον τηλεοπτικό επηρεασμό. Yπό τους όρους αυτούς, ο μύθος της
δημοκρατίας θα μπορούσε να συντηρείται δίχως τις γενικές εκλογές, πολυέξοδες,
διαταρακτικές και, σε τελική ανάλυση, αδιάφορες.
O «μοναδικός ψηφοφόρος» θα μπορούσε λοιπόν να
απαλλάξει τις κοινωνίες μας από όλη την προεκλογική ταλαιπωρία και από τη
συνακόλουθη ρητορεία. Πάνε πολλές δεκαετίες που κάτι τέτοιο προβλεπόταν σε ένα
αμερικανικό διήγημα επιστημονικής φαντασίας.
Iδού λοιπόν που η πραγματικότητα πρόλαβε.
Kωνσταντίνος Tσουκαλάς
(Διασκευή από εφημερίδα)
(Διασκευή από εφημερίδα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου