Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Τα «παιχνίδια» της ατιμωρησίας Της Μαρίας Κατσουνάκη

15:23 | 12 Μαρ. 2015
«Γεγονότα που προκαλούν φρίκη και αποτροπιασμό σε οποιονδήποτε εχέφρονα άνθρωπο». Και μόνο αυτή η φράση, από τους συντάκτες του πορίσματος της διοικητικής εξέτασης για την εξαφάνιση του 20χρονου Βαγγέλη Γιακουμάκη από το Ρέθυμνο, που φοιτούσε στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων, θα αρκούσε για να ανοίξει μια δημόσια συζήτηση σε πανελλαδική κλίμακα. Γιατί οι λεπτομέρειες απλώς συμπληρώνουν τις ψηφίδες μιας νόσου που διατρέχει τη χώρα, χαρακτηρίζοντας τις κλειστές κοινωνίες. Ο χάρτης παρόμοιων συμπεριφορών -ορισμένες είχαν και μοιραία κατάληξη- δεν αφήνει σχεδόν καμία περιοχή αλώβητη: Βέροια, Αιτωλοακαρνανία, Αττική, Εύβοια, Κρήτη κ.ο.κ.
Τα «αγορίστικα παιχνίδια» της παρέας των «φίλων» τού Βαγγέλη Γιακουμάκη, Κρητικών κι αυτών, ήταν πράγματι αποτελεσματικά: του έκλειναν το ζεστό νερό όταν έκανε μπάνιο, με αποτέλεσμα να σηκώνεται για να πλυθεί στις 3 το πρωί όταν η «παρέα» είχε πέσει για ύπνο· τον έκλειναν σε ντουλάπα και του πετούσαν κέρματα για να τραγουδήσει· τον ξύριζαν παρά τη θέλησή του· τον έδεναν σε καρέκλες κ.ο.κ. Ολες, αθώες εκδηλώσεις αγάπης και σεβασμού.
Η καθηγήτρια που ήταν υπεύθυνη για τη λειτουργία της εστίας της σχολής χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των Κρητικών «απαράδεκτη, βίαιη και εξευτελιστική» και μάλιστα ενημέρωσε γι’ αυτήν τον Μάρτιο του 2014 το συμβούλιο της σχολής και τον διευθυντή, Κώστα Μάντζαρη (απομακρύνθηκε ήδη από την περασμένη Παρασκευή με απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, Βαγγέλη Αποστόλου).
Φύλακες κατέθεσαν πως γνώριζαν για σκληρά καψόνια που γίνονταν στον «ευαίσθητο, λιγομίλητο και πάντα σκεπτικό και προβληματισμένο» Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Τα ρεπορτάζ περιλαμβάνουν και άλλες παραμέτρους: εμπλοκή βουλευτών υπέρ των «ζωηρών» αγοριών από την Κρήτη, μια «διακριτική» σιωπή της διοίκησης της σχολής, μια, εν ολίγοις, συνηθισμένη κοινωνικοπολιτική ομερτά μέσα στην οποία κυοφορούνται μόνον τερατογενέσεις.
Αρχέγονα μίση και πάθη, που μπολιάζονται, σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως της Βέροιας) και από παιδιά μεταναστών, ενώ αλλού (όπως στην Εύβοια) στοχοποιούνται μετανάστες, προστασία του «μυστικού» από τις τοπικές κοινωνίες που συνήθως «δεν άκουσαν, δεν είδαν».
Τίποτα από τα «ανατριχιαστικά» που ακούμε δεν έχει συμβεί για πρώτη φορά. Και ενδεχομένως να υπάρχουν περιστατικά που δεν θα δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Ούτως ή άλλως φαινόμενα bullying κυκλοφορούν και στα σχολεία, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης―και αυτό δεν αποτελεί «ελληνική ιδιαιτερότητα». Κάθε άλλο μάλιστα.
Οι «κλειστές κοινωνίες», όμως, φυλετικού, παραδοσιακού χαρακτήρα, ζουν με δόγματα που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Αντλούν ισχύ από την ασφυκτική υπεροχή κανόνων που οι ίδιες θεσπίζουν. Εκεί αναπαράγονται οικογενειοκρατίες και βεντέτες, εκτοπίζονται ο νόμος και οι θεσμοί, γιατί κάθε δημοκρατικός έλεγχος προσκρούει σε παγιωμένες στο αλάνθαστο πεποιθήσεις.
Σε αυτές τις κοινωνίες κυβερνώντες και κυβερνώμενοι είναι φτιαγμένοι από τα ίδια «υλικά», με τη μισαλλοδοξία και τον φθόνο να διεκδικούν μεγάλο μερίδιο. Κοινωνίες που δεν λογοδοτούν, αμάθητες στην κριτική και στην αυτοκριτική, είναι καταδικασμένες να αναπαράγουν «νταήδες», ακραίες πολιτικές αντιλήψεις, αυτονομία και αυτοδικία.
Η χρεοκοπία δεν είναι σχεδόν ποτέ μόνο οικονομική. Ο δημόσιος διάλογος οφείλει να αγγίζει και πτυχές που μοιάζουν απροσπέλαστες, «χτισμένες» με μυστικά, από οικογένειες που διαρκώς πενθούν γιατί δεν μιλούν. Οταν ο πυρήνας της κοινωνίας σκληραίνει και αναδιπλώνεται, αδυνατώντας να πει τα πράγματα με το όνομά τους, τότε και το bullying υποβαθμίζεται σε «αγορίστικο παιχνίδι» και παραμένει ατιμώρητο.