Μονόλογος περί διαλόγου
Όλοι σήμερα μιλάνε για διάλογο, στην κυριολεξία του
και μεταφορικά στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο κανένας δεν βρίσκεται που
να μην τον διεκδικεί και να μην εξαίρει τις αρετές του. Φτάνει έτσι ν’
αναρωτιέται ο γεμάτος καλή θέληση αφελής, πώς διάβολο γίνεται σε μιαν εποχή
τόσο παθιασμένη για διάλογο, να συνεννοούνται τόσο λίγο οι άνθρωποι μεταξύ
τους. Είναι σα να ξεχνάμε την πασίδηλη[1]
ανθρώπινη διπροσωπία : Όποιος διατυμπανίζει την επιθυμία του για διάλογο, δεν
θα πει και πως τον επιθυμεί μεταμφιέζει έτσι την εγωλατρική του προσήλωση
στο μονόλογο. Προτείνω το διάλογο μπορεί να σημαίνει: γυρεύω με πρόσχημα τη
συνδιάλεξη, ακροατές έχω πεποίθηση στη
ρητορική μου δεινότητα ή στη δικολαβική[2] μου
ευελιξία και δεν μου κακοφαίνεται να εξασφαλίσω μιαν εύκολη νίκη σ’αποκαλώ συνομιλητή μου αλλά σε κρατάω κάτω
από την απειλή της εξουσίας μου: αν σου βαστάει, πες ό,τι πιστεύεις! Η
τελευταία τούτη ποικιλία είναι η πασίγνωστη στο διεθνές επίπεδο «συνεννόηση»
όπου ο ένας από τους δύο συνομιλητές εκφράζεται από «θέσεως ισχύος», όπως λένε.
Ισάριθμες εκδοχές του φαινομένου κακή πίστη. Ο σύγχρονος κόσμος δεν κατορθώνει
να συνεννοηθεί γιατί κάνει κατάχρηση αυτής της τακτικής. Είναι ένας κακόπιστος
κόσμος. […]
Διάλογος δεν υπάρχει (για να πούμε τ’ αυτονόητα) παρά
μόνον ανάμεσα σε ίσων δικαιωμάτων συνομιλητές. Όταν ο ένας κρατάει στο χέρι του
τον κεραυνό κι ο άλλος βρίσκεται όρθιος, ελάχιστος σαν υπόδικος μπροστά στο
βάθρο της εξουσίας, ο διάλογος, κι αν προτείνεται, είναι φενάκη[3]. Ο
εξουσιαστής, στη χειρότερη περίπτωση, ξεγελάει τον εαυτό του αν νομίζει πως
θ’ακούσει την αλήθεια. Η θέση του άλλωστε είναι διπλά ψεύτικη: αν τύχει να βρει
αντίκρυ του έναν παλαβό, έναν άνθρωπο παράτολμο, που θα του την πει, θα είναι
υποχρεωμένος, για λόγους κύρους, να τον κατακεραυνώσει. Στην περίπτωση τούτη, ο
ειλικρινής καταδικάζεται ως αυθάδης. Αν πάλι ο σε μειονεκτική θέση συνομιλητής
το γυρίσει, για λόγους άμυνάς του στην πονηρή κολακεία, ο σε πλεονεκτική θέση
δεν θα μάθει ποτέ την αλήθεια. Δέσμιος της εξουσίας του, θα χρειαστεί τότε, για
να ξέρει πού βρίσκεται – πράγμα αναγκαίο για την ασφάλειά του- να χρησιμοποιεί
επαγγελματίες πληροφοριοδότες, ν’ακούει καταδότες, συκοφάντες, ή, αντίθετα,
κόλακες που τον ξεγελάνε, για να του φαίνονται αρεστοί. Όπου δεν υπάρχει φυσικός
διάλογος, υπάρχει όργιο κατασκοπίας.[…] Ακόμα και σε καθεστώτα φιλελεύθερα,
όταν ιδίως είναι «ισχυρά», ο κυβερνήτης δύσκολα μαθαίνει την αλήθεια για το
λαϊκό φρόνημα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχασε τις εκλογές του 1920, ενώ το
κομματικό περιβάλλον τον διαβεβαίωνε πως θα τις κερδίσει με τρόπο θριαμβευτικό
ύστερα από τόσες εθνικές νίκες.[…]
Η ζωή εμφανίζεται ως πεδίο διαμάχης. Χωρίς αυτόν τον
αντιθετικό χαρακτήρα, που ορίζει το συστατικό δυναμισμό της, θα έφτανε στην
αυτοαναίρεση. Ο διάλογος είναι μια ειρηνική προστριβή, συμφωνημένα πλαισιωμένη,
περιορισμένη από μερικούς θετούς κανόνες, καθώς μια αθλοπαιδιά. Αν παραβώ τους
κανόνες του ποδοσφαίρου, αυτό που θα διεξαχθεί στο γήπεδο δεν θα είναι πια
ποδοσφαιρική συνάντηση, θα είναι συμφυρμός και συμπλοκή άμορφη, πρωτόγονη,
χωρίς το παρα-αισθητικό ενδιαφέρον της αθλοπαιδιάς. Αλλά η αθλοπαιδιά δεν
αποβλέπει σε τίποτα πέρα από τον εαυτό της, δεν είναι μέσο, είναι σκοπός. Ο
διάλογος εμφανίζεται ως μέσο: Θέλω με μέσο το διάλογο, να φτάσω κάπου, σε κάτι
που τον υπερβαίνει: σε μια συνεννόηση των ανθρώπων μεταξύ τους, ή, πολύ
περισσότερο, στην από κοινού αποκάλυψη κάποιας αλήθειας. Εδώ είναι που
ορθώνεται το αντικειμενικό ερώτημα για την ορθότητα του διαλόγου. Κι εδώ είναι
που διαγράφεται η διαφορά του από τη διαλεκτική. Η διαλεκτική είναι πρόβαση[4],
αλλιώς δεν είναι τίποτα. Ο διάλογος, πρώτο στοιχείο της διαλεκτικής στην αρχαία
της σημασία, αλλά και μέσο ενανθρωπισμού της στη νεώτερη, ξεχωρίζει την περιοχή
της φυσικής διαλεκτικής από της ανθρώπινης. Αν είμαστε μόνον όργανα μιας
διαλεκτικής κι όχι φορείς της, τότε το οντολογικό πρόβλημα τίθεται διαφορετικά:
Πλαστήκαμε για να συνεννοούμαστε μόνο στο βασικό, στο χαμηλότατο επίπεδο, εκεί
όπου η λαλιά είναι κενολογία: Το θέατρο του παραλόγου επιβραβεύεται, γιατί το
πρόσεξε αυτό και το υπογράμμισε.[…]
Δεν επιτρέπεται να θεωρήσουμε το αίσθημα τούτο απόληξη. Κανένας μας δεν έχει το δικαίωμα να
προεξοφλήσει το μέλλον. Διαλεγόμαστε και θα διαλεγόμαστε επίμονα, ασταμάτητα,
γιατί αυτό μας είναι ανάγκη ζωτική, συστατικό μας πάθος. Ο πλησίον δεν είναι
μόνο Κόλαση, όπως το έχει πει και ο Σάρτρ, είναι και Παράδεισος: ο μόνος απτός
μας Παράδεισος. Ποιος ποτέ φαντάστηκε τον Παράδεισο σαν ερημιά, δίχως
συγκατοίκους; Αρμονική κατανομή φυσικού κι ανθρώπινου στοιχείου ορίζει το
παραδεισιακό μας όραμα, κι αυτό δεν είναι τυχαίο: Ξεκινάει από τα βάθη της
συλλογικής μας μνήμης, τότε που η Φύση δεν ήταν καταργημένη από τον άνθρωπο,
αλλά εμψυχωμένη από τη διακριτική του παρουσία.
Άθλημα που μας έχει προταθεί ο διάλογος, θα εμπνέει
πάντοτε κάθε ευγενική προσπάθεια να ξεπεραστεί η φυλάκιση μέσα στον εαυτό μας.
Άγγελος
Τερζάκης
«Κρίση
και έλεγχος της εποχής μας»