Ένα αφιέρωμα μνήμης και η νεανική ματιά πρόσληψης της φασιστικής επίθεσης και ναζιστικής επιβολής στην Ελλάδα.
Α΄Μέρος
Αφιέρωμα στον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, προς τιμήν του πρόσφατου θανάτου του, με το βραβευμένο με Νόμπελ Αθάνατο Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, έργο τιμής του αγώνα των Ελλήνων κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 και την τραγική περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Μια αναδρομή στη «γέννηση» της δημιουργίας ενός σπουδαίου έργου, ενός μνημείου του ελληνικού πολιτισμού, στο οποίο συναντήθηκαν η μεγάλη μουσική έμπνευση του Μίκη Θεοδωράκη με την υψηλότερη ίσως κορυφή της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη.
Οδυσσέας Ελύτης: ‘Ετσι έγραψα το «Άξιον Εστί»
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί σε μια συνέντευξη του, πως έγραψε το «Άξιον Εστί»:
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
[...]
Το επαναλαμβάνω, μπορεί να
φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα
στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους
ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της
εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η
ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω,
δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας
εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Μίκης Θεοδωράκης: Έτσι συναντηθήκαμε με τον Ελύτη
Και τώρα ο Μίκης Θεοδωράκης, από τις σημειώσεις του οποίου μαθαίνουμε πως ήρθε σε επαφή με τον Ελύτη, πως μελοποίησε το «Άξιον Εστί», μέχρι το πως φτάσαμε στην ηχογράφηση και την πρώτη του παρουσίαση:
Τότε ακριβώς, κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο ΠΑΛΛΑΣ, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, πρόσθεσε:
– Τελείωσα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…
Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα : Rue de la Fontaine au Roi («Βασιλική Πηγή»)! Πιο συμβολική ονομασία δεν μπορούσε πράγματι να βρεθεί για κείνη την εποχή).
Δεν πέρασε μήνας κι ο παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη.
Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίηση που η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ, ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ, ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ, ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ, ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ΄ΟΥΡΑΝΟΥ… με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική. Η κουζίνα δεν μας χωρούσε ούτε όρθιους.[...]
Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα : Το ένα ήταν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστερού ψάλτη.[...]
Το βίντεο που ακολουθεί είναι το Λαϊκό Ορατόριο, όπως συντέθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1962, εμπνευσμένο από το έργο Άξιον εστί του Οδυσσέα Ελύτη, με τους δημιουργούς και ερμηνευτές: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΕΦ, ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ, ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Πηγή: https://www.imerodromos.gr/gennhthke-to-axion-esti/
Το επόμενο βίντεο προβάλλει το ίδιο έργο , δέκα χρόνια μετά, το 1987, σε συναυλία στο Ηρώδειο.
Β΄Μέρος